παραμητρικός

παραμητρικός
-ή, -ό
ανατ. αυτός που βρίσκεται κοντά στη μήτρα τού γυναικείου σώματος, αλλ. παραμήτριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + μήτρα + κατάλ. -ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραμήτριος — α, ο ανατ. 1. ο παραμητρικός 2. το ουδ. ως ουσ. το παραμήτριο συνδετικός ιστός που βρίσκεται στο ένα και στο άλλο πλάγιο τής μήτρας κάτω από το περιτόναιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μήτρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”